φιλόμουσος — loving music masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόμουσος — η, ο / φιλόμουσος, ον, ΝΑ αυτός που αγαπά τις Καλές Τέχνες και, ιδίως, τη μουσική, φιλότεχνος νεοελλ. (κατ επέκτ.) φιλομαθής αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόμουσον η φιλομουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + μουσος (< μοῦσα*), πρβλ. ποικιλό μουσος] … Dictionary of Greek
Φιλόμουσος Εταιρεία — Ελληνική εκπολιτιστική οργάνωση των αρχών του 19ου αι. Ιδρύθηκε στην Αθήνα το 1813 με την ενθάρρυνση κυρίως Άγγλων λογίων και αρχαιολατρών. Η δημιουργία οργανώσεων του τύπου της Φιλομούσου Εταιρείας ανήκει στο πλαίσιο των προσπαθειών των Ελλήνων… … Dictionary of Greek
φιλόμουσον — φιλόμουσος loving music masc/fem acc sg φιλόμουσος loving music neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλομουσοτέρου — φιλόμουσος loving music masc/neut gen comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλομουσότατος — φιλόμουσος loving music masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλομούσοις — φιλόμουσος loving music masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλομούσου — φιλόμουσος loving music masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλομούσους — φιλόμουσος loving music masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλομούσων — φιλόμουσος loving music masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)